21/1/08

Άτιτλο

Σ' έχω δει
λυσσασμένη να γυρνάς στους δρόμους
μόνη ανάμεσα στους πολλούς
αγκάθι άνυδρο που σκίζει επιδέσμους
στη ροή του πλήθους ν' αντιστέκεσαι
με την αγκαλιά σου κλειδωμένη
τα χέρια περασμένα πίσω απ' την πλάτη δεκάδες φορές
αιχμάλωτη, αλύτρωτη, μισή
ψάχνεις αυτόν
που θα σταυρώσεις
για να τον κλάψεις έπειτα σα μάνα


Σ' έχω ακούσει
να νανουρίζεις το αίμα σου
μην τύχει και ξυπνήσει
αυτός, που δίπλα στον ώμο σου κοιμάται
μακάριος, ζεστός, με το δικό σου δέρμα σκεπασμένος
να πνίγεις τα παραμιλητά σου
όπως η σκύλα που τιμωρεί ό,τι άδικα γέννησε
να σφίγγεις τα χείλη
άλλη ανάσα να μη βγει όλο το βράδυ
μέχρι να ξεπροβάλει
ατόφιο και καθαρό
μες απ' την άβυσσο της ψυχής του τ' όνομά σου.

Σ' έχω ζήσει
μεθυσμένη να κατρακυλάς στο κρεβάτι
ζώο που βρήκε τη φωνή του
σπαράζοντας πριν αγγιχτείς
σφυρίζοντας φανταχτερά αρώματα
πετώντας τα θρυμματισμένα χάδια από πάνω σου
να ξεριζώνεις τα μαλλιά σου απ' το πρόσωπο
και να τινάζεις στο δωμάτιο
τις βεντάλιες
απ' τους αμέτρητους δείκτες του χεριού σου
τεντωμένους
προς αυτόν που εκλιπαρείς
να χωρέσει την αγάπη σου.

Σε ξέρω
γιατί με γέννησες εσύ απ' τα σκοτάδια σου
ζωγραφισμένος είμαι απ' τις σκιές σου
δεν είμαι αυτόφωτος
τη λάμψη της μορφής σου κλέβω
κάθε πρωί που ανατέλλεις στην αγκαλιά μου.
Την έχω μαζέψει
την έχω θεριέψει
θα στη χαρίσω
να σε φωτίσω
κι ας χαθώ.